σαχνισί(νι)

σαχνισί(νι)
το, Ν
αρχιτεκτονική προεξοχή, στεγασμένος κλειστός χώρος τής κατοικίας, ο οποίος, στη λαϊκή αρχιτεκτονική, προεξέχει από τον κορμό, από την οικοδομική γραμμή τού κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şahnişin, λ. περσικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”